- περίαλλος
- (I)ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον».————————(II)-ον, Α1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλαπροπάντων, κατ' εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ' ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἄλλος (πρβλ. έξ-αλλος, υπέρ-αλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.